Όλοι σχεδόν οι γονείς επιθυμούν πραγματικά να φροντίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το παιδί τους, να το προστατεύουν από τους διάφορους κινδύνους, να το στηρίζουν σε δύσκολες καταστάσεις, να καταφέρουν να του δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας για το ότι θα είναι δίπλα του κάθε φορά που θα τύχει να τους έχει ανάγκη και να το δουν να εξελίσσεται ομαλά και δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.
Μέχρι ποιου σημείου, όμως, θα πρέπει οι γονείς να παρεμβαίνουν, να στηρίζουν και να βοηθούν; Που βρίσκονται τα όρια μιας αποδεκτής παρέμβασης και πώς μπορεί κάποιος να αξιολογήσει το αν οι παρεμβάσεις του εξυπηρετούν την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού του ή την αναστέλλουν; Σε ποιο σημείο το «βοηθώ» μετατρέπεται σε «υποκαθιστώ»;
Οι περισσότεροι γονείς καταφέρνουν λίγο-πολύ να βρουν ένα μέτρο για τις παρεμβάσεις τους που να βοηθά στο να νιώθουν καλά τόσο οι ίδιοι, όσο και το παιδί τους. Υπάρχουν, όμως και κάποιοι που, είτε από «υπερβάλλοντα ζήλο» να αυτονομηθεί το παιδί τους το γρηγορότερο δυνατόν, είτε εξαιτίας προσωπικών ανασφαλειών και δυσκολιών τους να δουν το παιδί τους να αυτονομείται και να μην τους έχει τόση ανάγκη όση οι ίδιοι, θα επιθυμούσαν, όχι μόνο δεν ενθαρρύνουν αρκετά τη σταδιακή του αυτονόμηση, αλλά, με διάφορα προσχήματα, καλλιεργούν και ενισχύουν -συνειδητά ή υποσυνείδητα- την εξάρτηση του παιδιού από τους ίδιους.
Είναι πολύ δύσκολο να είναι κάποιος γονέας
Είναι υπεύθυνος για την ανατροφή και τη διαμόρφωση ενός μικρού ανθρώπου. Όλοι οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να είναι υγιή, χαρούμενα, ασφαλή και επιτυχημένα, για αυτό δεν σκέφτονται αν τα βοηθούν πολύ ή διορθώνουν οποιοδήποτε λάθος τους. Όμως αυτή η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη του παιδιού τους.
Οι υπερπροστατευτικοί γονείς πολλές φορές κάνουν κακό, παρά καλό, καθώς επιδιώκουν την τελειότητα.
Η σπουδαιότητα μιας καλής σχέσης δεσμού ανάμεσα σε γονείς & παιδιά
Κάθε παιδί γεννιέται παντελώς έκθετο και ανήμπορο να φροντίσει από μόνο του τον εαυτό του. Το είδος της φροντίδας που θα εισπράξει από τα πρόσωπα του άμεσου περίγυρού του, και κυρίως από τους γονείς του, θα καθορίσουν και το είδος, δηλαδή την ποιότητα των σχέσεων δεσμού που θα αποκτήσει.
Η σχέση δεσμού γονέων-παιδιού, που αποκτάται στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ζωής, αποτελεί τη μήτρα του είδους των διαπροσωπικών σχέσεων που το παιδί θα μπορεί να δημιουργεί μελλοντικά, του τρόπου που θα τις βιώνει και της προοπτικής που αυτές θα έχουν.
Εάν η σχέση δεσμού γονέων-παιδιού έχει δημιουργήσει στο παιδί ένα σταθερό και αδιαπραγμάτευτο αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και προβλεψιμότητας σε σχέση με τους γονείς του, τότε και οι μελλοντικές του σχέσεις θα διαπνέονται από ανάλογα αισθήματα, εφόσον δεν έχει υπάρξει επαναλαμβανόμενα σοβαρός λόγος περί του αντιθέτου.
Το να έχει βιώσει και εγκαθιδρύσει κάποιος εντός του μια ασφαλή σχέση δεσμού, σημαίνει πως τολμά να εξαρτηθεί συναισθηματικά. Να είναι αυτόνομο άτομο, δίχως να απειλείται πως υπάρχει περίπτωση να χάσει την αυτονομία του αυτή. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως είχε γονείς που τον ενθάρρυναν, ως παιδί, να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να τολμά να εξερευνά με ασφάλεια και δημιουργική περιέργεια τον περίγυρό του, όντας οι ίδιοι διαθέσιμοι και παρόντες κάθε φορά που το παιδί τους χρειάζονταν για τον οποιονδήποτε λόγο.
Τι ακριβώς όμως εννοούμε με την λέξη αυτονομία;
Θα πρέπει, ευθύς εξαρχής, να διευκρινίσουμε πως η αυτονομία δεν είναι συνώνυμο της ασφάλειας. Ένα παιδί, για παράδειγμα, που έχει πάψει να κλαίει και να αναζητά το γονιό του, επειδή αυτός δεν έρχεται -όσο και αν αυτό κλάψει- για να μην το «κακομάθει», τότε, στην περίπτωση αυτή, δε μιλάμε για ένα παιδί αυτονομημένο αλλά ΠΑΡΑΙΤΗΜΕΝΟ. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο παιδί έχει πάψει να ελπίζει πως ο γονιός του θα αντιληφθεί πως το ίδιο φοβάται. Πώς επιθυμεί τη συντροφιά κάποιου, και πως θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά και στην ανάγκη του για αγκαλιά, παρηγοριά και καθησυχασμό.
Πολλοί είναι, επίσης, οι άνθρωποι -παιδιά ή ενήλικες- που αναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να «αυτονομηθούν» και να λειτουργούν ως δήθεν «αυτάρκεις», επειδή, στην πραγματικότητα, ΔΕΝ εμπιστεύονται ΚΑΝΕΝΑΝ. Η δυτική μας κουλτούρα, με την επί δεκαετίες συνηγορία διαφόρων ειδικών, πριμοδοτεί μέχρι και σήμερα τη γρηγορότερη δυνατή «αυτονόμηση» του παιδιού με το να συνηθίσει να κοιμάται, το συντομότερο δυνατό, σε δικό του κρεβάτι και δωμάτιο, με το να αφεθεί να κλαίει και μη «κακομαθαίνοντάς» το παίρνοντάς το αγκαλιά, με το να ξεκινά σύντομα τον παιδικό σταθμό για να κοινωνικοποιηθεί κ.τ.λ.
Τι προϋποθέτει η αυτονόμηση του παιδιού;
Οι απόψεις αυτές αμφισβητούνταν εδώ και πολύ καιρό από ειδικούς, που εκπροσωπούν τη θεωρία των σχέσεων δεσμού και που υποστηρίζουν πως η όποια αυτονόμηση του παιδιού θα πρέπει να έχει ως βάση και προϋπόθεση την ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης δεσμού με τους γονείς του. Οι ανάγκες του παιδιού για εγγύτητα και αγάπη είναι αδιαπραγμάτευτες.
Κανένα παιδί δεν «κακομαθαίνει» από το να είναι οι γονείς του εγγυημένα διαθέσιμοι, όποτε τους χρειάζεται και να του δείχνουν γενναιόδωρα την αγάπη τους. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επισημάνουμε πως δεν έχουν όλα τα παιδιά την ίδια ανάγκη συναισθηματικής επιβεβαίωσης. Άλλα χρειάζονται περισσότερη και άλλα λιγότερη. Ο κάθε γονιός οφείλει -θεωρητικά τουλάχιστον- να διαθέτει την απαραίτητη εκείνη ευαισθησία που θα του επιτρέπει να μη βρίσκεται ούτε υπερβολικά κοντά, ούτε και πολύ μακριά από το παιδί του. Να μην το «μπουκώνει», αλλά ούτε και να το αφήνει «υποσιτισμένο» συναισθηματικά.
Η αυτονομία του παιδιού σύμφωνα με τη θεωρία δεσμού
Σύμφωνα με τη θεωρία των σχέσεων δεσμού, η αυτονομία του παιδιού αρχίζει να αναπτύσσεται όταν αυτό αρχίζει να εξερευνά τον περίγυρό του, έχοντας τη βεβαιότητα πως οι γονείς του θα βρίσκονται εκεί, διαθέσιμοι όταν και εφόσον τους χρειασθεί. Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση για να τολμήσει το παιδί -με την απαραίτητη διάθεση και περιέργεια- να απομακρυνθεί ολοένα και μακρύτερα από τους γονείς του και να αυτονομηθεί σταδιακά, είναι η ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης δεσμού με αυτούς. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, είναι απαραίτητο να έχει το παιδί τη δυνατότητα συναισθηματικής ανατροφοδότησης. Όπως και της κάλυψης των αναγκών του για εγγύτητα, παρηγοριά και αλληλεπίδραση, όποτε το έχει ανάγκη.
Αυτό το είδος αυτονόμησης, όπως διαπιστώνουμε, είναι εντελώς διαφορετικό από την «εξάσκηση» -τύπου θηριοδαμαστή τσίρκου- του βρέφους/παιδιού ώστε να αρκείται σε «μέτριες» ή όσες έχει διάθεση ο γονιός δόσεις αγκαλιάς, εγγύτητας και αλληλεπίδρασης, όσο και αν κλαίει, αποζητώντας περισσότερη συναισθηματική τροφή, καθησυχασμό και ασφάλεια.
Αυτό που πολλοί γονείς δε γνωρίζουν είναι πως οι διάφορες συμπεριφορές και συναισθηματικές αντιδράσεις που συχνά επιβραβεύονται στα μικρά παιδιά -όπως το να μη δείχνουν σημάδια λύπης ή ανησυχίας όταν οι γονείς τους φεύγουν, το να καθησυχάζονται από τον οποιονδήποτε βρίσκεται δίπλα τους τη στιγμή εκείνη, το να μη δείχνουν πως έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για φυσική εγγύτητα- είναι, στην ουσία, συνήθεις συμπεριφορές και αντιδράσεις παιδιών με μια -όπως αποκαλείται- «ανασφαλή και αποφευκτική σχέση δεσμού».
Οι εμπειρίες που έχουν από τους γονείς τους μικρά παιδιά, με μια τέτοιου είδους σχέση δεσμού, έχουν δημιουργήσει εντός τους την πεποίθηση πως οι γονείς τους δεν είχαν τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους για εγγύτητα και συναισθηματική ανατροφοδότηση. Το αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας τέτοιου είδους σχέσης δεσμού είναι, μεταξύ άλλων, πως τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να πνίξουν εντός τους αυτές τους τις ανάγκες. Αποκρύπτοντάς τες από τον περίγυρό τους. Δίνοντας, με τον τρόπο αυτόν, την εικόνα ενός πολύ «αυτόνομου» και «αυτάρκους» παιδιού -και αργότερα ενήλικα- που σπανίως ζητά βοήθεια. Ως ενήλικες, δεν αναγνωρίζουν, επίσης, εύκολα και δε δίνουν προτεραιότητα στις προσωπικές τους συναισθηματικές ανάγκες. Δυσκολεύονται ιδιαίτερα να έρθουν ψυχικά και σωματικά κοντά με άλλους.
Υπερπροστατευτικοί γονείς
Οι γονείς όταν γίνονται υπερπροστατευτικοί συνήθως δεν το αντιλαμβάνονται. Πάντα πιστεύουν πως δεν έχουν κακή πρόθεση, αλλά το κάνουν για το καλό των παιδιών τους. Όμως τι πραγματικά συμβαίνει και οι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί.
Η απάντηση είναι πως νιώθουν άγχος...
Θέλουν πάση θυσία να προλάβουν… τι να προλάβουν; Καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν στεναχώρια, απογοήτευση, άγχος, αρνητικά συναισθήματα και πόνο στο παιδί τους.
Ειδικότερα, τα δύο άκρα δεν είναι ποτέ καλά. Είτε μιλάμε για τους γονείς που ακόμα και αν το παιδί τους δεν είναι έτοιμο να αυτονομηθεί το πιέζουν να το κάνει, είτε, λόγω δικής τους ανασφάλειας και βιωμάτων δεν αφήνουν με τίποτα το παιδί να ξεφύγει από την επιρροή τους. Συνήθως, η επιθυμία του παιδιού είναι προσταγή για τον γονέα. Κανένα θέλω δεν πρέπει να μείνει ανικανοποίητο. Κανένα δάκρυ απογοήτευσης δεν πρέπει να κυλήσει που θα φέρει στεναχώρια και ματαίωση στην ψυχή του παιδιού. Προσπαθούν με συνειδητά και ασυνείδητα μέσα να δημιουργήσουν ένα παιδί με χαρακτήρα εξαρτημένο. Η λέξη αυτονομία στην γλώσσα των υπερπροστατευτικών γονέων απλά δεν υπάρχει!
Η λέξη αυτονομία στην γλώσσα των υπερπροστατευτικών γονέων απλά δεν υπάρχει!
Υποκαθιστούν το παιδί τους σχεδόν στο κάθε τι που πρόκειται να κάνει. Του δημιουργούν, εντέλει, μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας και αμφισβήτησης. Καθώς και φόβου για τους πάντες και τα πάντα. Ο κόσμος πέραν της ακτίνας δράσης του γονιού του είναι ένας κόσμος απειλητικός. Ένας κόσμος όπου καραδοκεί το απρόσμενο, το επικίνδυνο και το ανυπέρβλητο.
Τα συνηθέστερα χαρακτηριστικά ενός υπερπροστατευτικού γονέα είναι τα εξής:
- Υπερβολικός φόβος και ανησυχία γύρω από οτιδήποτε αφορά στο παιδί
- Άμεση ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού
- Έχει την τάση να δικαιολογεί τις όποιες ανεπάρκειες, λάθη ή αποτυχίες του παιδιού, μεταθέτοντας τις ευθύνες σε άλλους (δασκάλους, παιδιά, γονείς, γείτονες κ.ά.)
- Υποκαθιστά το παιδί σχεδόν στο κάθε τι, ακόμα και σε πράγματα που είναι απόλυτα μέσα στις δυνατότητές του ή απόλυτα προσωπικά (π.χ. επιλογή ενδιαφερόντων, φίλων, ερωτικών συντρόφων κ.ά., μελέτη μαθημάτων κ.τ.λ.).
Πώς επιδρούν οι υπερπροστατευτικοί γονείς στο παιδί;
Οι υπερπροστατευτικοί γονείς είναι δύσκολο να αναγνωρίσουν τη ρεαλιστική βάση των φόβων τους. Οι φοβίες τους συχνά αποτυπώνονται σε εκφράσεις όπως «Πρόσεχε θα πέσεις, να είσαι προσεκτικός γιατί θα χτυπήσεις, να είσαι επιφυλακτικός γιατί θα πληγωθείς». Ζουν το φόβο στις περισσότερες καταστάσεις και τον δημιουργούν στο ίδιο το παιδί. Το κάνουν να νιώθει συνεχώς φοβισμένο, γεμάτο άγχος και αδύναμο. Το τελικό στάδιο είναι αυτό που δεν επιτρέπει πλέον σχέδιο διαφυγής από τον φόβο. Έτσι, ο φόβος αποκτά μια άλλη διάσταση, ορίζοντας τον τρόπο σκέψης του παιδιού.
Αυτού του είδους η διαπαιδαγώγηση είναι αναποτελεσματική. Το παιδί αδυνατεί να νιώσει υπεύθυνο, θάρρος, αυτοεκτίμηση, αυτοσεβασμό και εμπιστοσύνη στον ίδιο του τον εαυτό. Πιο συγκεκριμένα, οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με υπερπροστατευτικούς γονείς:
Έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση. Τα παιδιά λαμβάνουν το μήνυμα ότι είναι ανίκανα να χειριστούν τις προκλήσεις της ζωής. Αυτό με τη σειρά του επιδρά στην αυτοπεποίθησή τους. Μπορεί να νιώθουν ότι οι γονείς δεν τους έχουν εμπιστοσύνη να διορθώσουν τα λάθη τους και να αντιμετωπίσουν δυσκολίες από μόνοι τους και συχνά δημιουργούν την πεποίθηση ότι χωρίς τη συνεχή καθοδήγηση των γονιών τους δεν θα μπορέσουν να τα καταφέρουν.
Έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Για να χτίσει το παιδί μια καλή εικόνα για τον εαυτό του και για να πιστέψει στις δυνατότητές του, πρέπει να γνωρίζει ότι μπορεί να ξεπεράσει προκλήσεις από μόνο του. Στην περίπτωση όμως της υπερπροστατευτικής ανατροφής, μαθαίνει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τη γονική παρέμβαση.
Είναι επιρρεπή σε ακραίες και επικίνδυνες συμπεριφορές. Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με υπερπροστατευτικούς γονείς, όταν βρίσκονται πλέον στην εφηβεία και αποκτούν μεγαλύτερη ελευθερία, τείνουν να εμπλέκονται περισσότερο σε επικίνδυνες καταστάσεις σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δε μεγαλώνουν με υπερπροστατευτικούς γονείς. Αυτό συμβαίνει γιατί στην πρώτη περίπτωση τα παιδιά δεν έχουν μάθει να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους – ήταν κάτι που το έκαναν πάντα οι γονείς τους για αυτούς. Η ψευδαίσθηση του ελέγχου που μπορεί να έχουν οι γονείς πάνω στα παιδιά τους, μπορεί να οδηγήσει σε ακραία επαναστατική διάθεση, καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Προκαλεί έντονο στρες στο παιδί και προβλήματα συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, με βάση διάφορες έρευνες η υπερπροστατευτικότητα συνδέεται με αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης.