Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Τασσοπούλου απαντά 3 φορές στην ίδια ερώτηση που και οι 3 έχουν να κάνουν με Το Πιάτο, το νέο της βιβλίο.

-    Γιατί έγραψες Το Πιάτο;
Το Πιάτο το έγραψα γιατί ήθελα να μιλήσω στα παιδιά του σήμερα για ένα σημαντικό θέμα του χθες. Ένα θέμα που δεν συζητιέται συχνά. Την μαζική μετανάστευση των Ελλήνων της δεκαετίας του '50 και του '60. 
Είναι πολλές οι μικρές - μεγάλες ιστορίες των παππούδων και προπαππούδων μας που εκείνα τα χρόνια επέλεγαν να αφήσουν τους τόπους τους, να αφήσουν τα μικρά χωριουδάκια τους, προκειμένου να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην Αμερική ή σε άλλα μέρη, ξένα, μεγαλύτερα, για να προκόψουν, έτσι όπως οι ίδιοι συνήθιζαν να λένε. Για να υπενθυμίσω αυτές τις ιστορίες έγραψα Το Πιάτο.  

-    Γιατί έγραψες Το Πιάτο;
Το Πιάτο το έγραψα γιατί βλέποντας σιγά – σιγά να φεύγουν από τη ζωή οι παππούδες και οι προπαππούδες του χθες, αισθάνθηκα πως θα φύγουν και οι ιστορίες τους. Θα σωπάσουν. Δεν θα ακούγονται πια. Φοβήθηκα πως άμα δεν υπάρχουν αυτοί που μπορούν να μας τις πουν, κινδυνεύουμε να τις ξεχάσουμε. Για τους ενήλικες, υπάρχουν βέβαια βιβλία που έχουν ασχοληθεί με το θέμα δοκιμιακά ή και λογοτεχνικά, για τα παιδιά όμως, δεν υπήρχε τίποτα. 
Είχα την τύχη να ακούσω από πρώτο χέρι κάποιες ιστορίες μεταναστών, όπως είχαν και άλλοι άνθρωποι της γενιάς μου, μα οι επόμενες γενιές; 
Τα παιδιά του τώρα, δεν τις έχουν ακούσει και οι προπαππούδες και οι παππούδες μας φεύγουν ένας - ένας από τη ζωή παίρνοντας και τις ιστορίες τους μαζί. Υπάρχει κίνδυνος να λησμονηθούν. Γι αυτό έγραψα Το Πιάτο. Γιατί πίστευα και πιστεύω πως οι ιστορίες αυτές δεν αποτελούν ένα κομματάκι του παρελθόντος ασήμαντο, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι ιστορίας. Μπορεί να μην έχει συγκεκριμένη ημερομηνία όπως μια μάχη ή ένας πόλεμος, είναι όμως κάτι μαζικό, σημαντικό και εξίσου καθοριστικό. Μια μικρή – μεγάλη Ελλάδα ζει στην Αμερική και έχει φτάσει εκεί μέσα από τα δύο τεράστια κύματα μετανάστευσης του προηγούμενου αιώνα. Όλο αυτό είναι άξιο λόγου και γραφής. Γι αυτό έγραψα Το Πιάτο. 

-    Γιατί έγραψες Το Πιάτο;
Το Πιάτο το έγραψα γιατί ήθελα να τιμήσω με κάποιον τρόπο τον παππού μου. Έναν «απλό, ανώνυμο μετανάστη» που πήγε στην Αμερική, κόπιασε, κουράστηκε, βοήθησε την οικογένειά του να ορθοποδήσει, σπούδασε τα παιδιά του και επέστρεψε. Έναν μετανάστη που δεν έμεινε εκεί, αλλά επέστρεψε, γνωρίζοντας διπλή ξενιτιά και διπλή δυσκολία προσαρμογής – μία στο φεύγα και μία στο γύρνα. Έναν μετανάστη που δεν έγινε μεγάλος εστιάτορας ή επώνυμος επιτυχημένος των υψηλών στρωμάτων, αλλά παρέμεινε ένας αριθμός της μαζικής μετανάστευσης. Ένας ήρωας. Ένας γενναίος, όπως μου τόνισε ένα βράδυ ο σύζυγός μου. Ήθελε μεγάλη γενναιότητα, αυτή η πράξη, μου επεσήμανε κι από τότε άρχισα να σκέφτομαι τη λέξη «γενναίος», πλάι στον παππού μου.  

«Στον γενναίο μου παππού που για να γεμίσει τα πιάτα μας έπλυνε εκατομμύρια άδεια πιάτα, ραγίζοντας το πιάτο το δικό του». 
Νομίζω, κατά κύριο λόγο και πριν από όλα τα άλλα, για να γράψω αυτήν ακριβώς την αφιέρωση, έγραψα Το Πιάτο.

Γνωρίστε και αποκτήστε το υπέροχο παιδικό βιβλίο "Το Πιάτο", εδώ.